Η ανάπλαση της Αθηναϊκής Ριβιέρας, της παραθαλάσσιας περιοχής των νοτίων προαστίων της Αθήνας, έχει ξεκινήσει, πυρετωδώς, εγείροντας πλήθος συζητήσεων. Από το Ελληνικό, την περιοχή που στέγαζε τον πρώην διεθνή αερολιμένα της πρωτεύουσας, μέχρι τη Γλυφάδα και τη Βούλα, το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας αλλάζει πρόσωπο με γοργούς ρυθμούς και διαδικασίες σχεδιασμού που δεν είχε συνηθίσει, μέχρι τώρα, η χώρα.
Κομβικό
σημείο της ανάπλασης ο πύργος Riviera Tower στο Ελληνικό δια χειρός του
αρχιτεκτονικού γραφείου Foster
+ Partners, που ανέλαβε την μελέτη αστικού σχεδιασμού της ευρύτερης
περιοχής του πρώην αεροδρομίου, ο οποίος βρίσκεται, αυτή τη στιγμή, υπό
κατασκευή. Με αφορμή την ανέγερση των 25 πρώτων ορόφων του κτηρίου, που θα
αποτελέσει τον πρώτο ουρανοξύστη της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της χώρας, ο
αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου
Πατρών, Πάνος Δραγώνας, μοιράζεται μια σειρά από σκέψεις για τον πύργο, με
τελικό εκτιμώμενο ύψος 200 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, που
αναμένεται να ξεπεράσει το ύψος της Ακρόπολης και, αναπόφευκτα, να λειτουργήσει
ως νέο τοπόσημο και σήμα κατατεθέν της μητροπολιτικής Αθήνας.
Η πρώτη
δημοσίευση του άρθρου πραγματοποιήθηκε στις 20/07/2025 στην εφημερίδα
Καθημερινή.
-γράφει ο
Πάνος Δραγώνας
Η
ανάπλαση στο Ελληνικό είναι μια παρέμβαση τεράστιας κλίμακας για τα δεδομένα
της Αθήνας. Αναπόφευκτα θα επηρεάσει τη ζωή μιας πόλης η οποία χαρακτηρίζεται
από τη μικροκλίμακα.
Φέρνει μαζί της αρκετά θετικά: για πρώτη φορά στην Ελλάδα βλέπουμε ταυτόχρονη μελέτη και υλοποίηση κτιρίων, υποδομών και υπαίθριων χώρων, υιοθετώντας ένα μοντέλο αστικού σχεδιασμού πρωτόγνωρο σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η Αθήνα.
Eνα έργο τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή διερεύνησης νεωτερικών ιδεών για τον τρόπο κατοίκησης στις πόλεις του 21ου αιώνα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει. Στη δυναμική που αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή το τελευταίο διάστημα κυριαρχεί μια τετριμμένη αισθητική της πολυτέλειας, διεθνώς διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια κυρίως μέσα από το Instagram. Σε ένα τόσο εμβληματικό έργο οι αναθέσεις σε διεθνή γραφεία με εμπορικό προσανατολισμό είναι προφανώς αναγκαίες.
Φαίνεται
όμως να χάνεται μια ευκαιρία για πειραματισμό μέσα από αρχιτεκτονικούς
διαγωνισμούς, η οποία θα ενθάρρυνε μια πιο ευφάνταστη ερμηνεία του μεσογειακού
χαρακτήρα.
FOSTER +
PARTNERS
Πέρα όμως
από τις επιμέρους επιλογές, ανακύπτουν ευρύτερα ερωτήματα για την κλίμακα και
την εικόνα της πόλης που διαμορφώνεται. Στη σύγχρονη Αθήνα δεν υπάρχει κάποια
ισχυρή αρχιτεκτονική παράδοση την οποία οφείλουμε να προστατέψουμε. Δεν τίθεται
ζήτημα ταυτότητας, αλλά ούτε και λόγος να φοβόμαστε νεωτερισμούς όπως τα ψηλά
κτίρια.
Oμως όσο μεγαλώνει η κλίμακα ενός έργου, και μαζί με το ύψος και η επίδρασή του στο περιβάλλον, τόσο πιο αυστηρές πρέπει να είναι οι απαιτήσεις από τον σχεδιασμό του.
Αν στη
δημιουργία ενός συνηθισμένου κτιρίου λαμβάνουμε υπόψη τη σχέση με το άμεσο
περιβάλλον, στον σχεδιασμό ενός τόσο μεγάλου κτιρίου αποκτά βαρύτητα η σχέση με
το ευρύτερο τοπίο και τα σημεία αναφοράς του λεκανοπεδίου. Η όψη του πύργου που
έχει ήδη φτάσει το μισό ύψος του, και γίνεται πλέον ορατός από τον Λυκαβηττό,
δεν προδιαθέτει ευχάριστα.
FOSTER +
PARTNERS
Η επιλογή
της δημιουργίας ενός κτιρίου 200 μέτρων πάνω στην ακτή δημιουργεί ερωτήματα, τη
στιγμή που ο Παρθενώνας εδράζεται μόλις στα 150 μέτρα πάνω από την επιφάνεια
της θάλασσας. Η Αθήνα θα μπορούσε να ωφεληθεί από πύργους που προσθέτουν αξία
στην εικόνα της, όχι όμως από πύργους που την ακυρώνουν. Η περιοχή του
Ελληνικού σαφώς δικαιολογεί και πιθανώς επιβάλλει τη μεγάλη κλίμακα. Η εικόνα,
όμως, ενός κτιρίου που υπερβαίνει κατά 50 μέτρα το ύψος της Ακρόπολης δεν
αποτελεί απλά υπερβολή όσον αφορά την κλίμακα του τοπίου.
Θέτει και ζητήματα συμβολισμού σε σχέση με την εποχή μας, τα οποία κάποια στιγμή θα αναλύσουν οι ιστορικοί του μέλλοντος.
Η
ανάπλαση του Ελληνικού θα προσφέρει σίγουρα στην πόλη μια πολύτιμη εμπειρία
σχεδιασμού, όπου ο αστικός χώρος μελετάται και υλοποιείται με ορθολογικό τρόπο
στο σύνολό του. Ακούγεται στοιχειώδες, αλλά δεν είναι. Οι ελληνικές πόλεις στην
πλειονότητά τους δημιουργήθηκαν με διαφορετικό και συχνά αλλοπρόσαλλο τρόπο.
Αυτές οι επιλογές δεν επηρεάζουν μόνο την εικόνα της πόλης, αλλά και τον τρόπο
με τον οποίο αναδιαρθρώνεται κοινωνικά και οικονομικά το μητροπολιτικό τοπίο.
Οι αλλαγές που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη στον χάρτη της πόλης είναι ριζικές.
Η Αθήνα
του 20ού αιώνα ήταν μια εντυπωσιακά ομοιογενής πόλη, όπου κυριαρχούσαν οι
πολιτισμικές εκφράσεις της μεσαίας, και κυρίως μικρομεσαίας, τάξης. Οι ακριβές
περιοχές ήταν περιορισμένες σε έκταση, ενώ παραγκουπόλεις υπήρχαν μόνο μέχρι τη
δεκαετία του 1960.
Σε αντίθεση με την πόλη της αντιπαροχής, η Αθήνα του 21ου αιώνα χάνει τη μικροαστική ομοιογένειά της καθώς ο νέος μητροπολιτικός χάρτης κατακερματίζεται.
Δημιουργούνται
νέες περιοχές εξαιρετικά υψηλών εισοδημάτων γύρω από το Ελληνικό, περιοχές
τουριστικής εκμετάλλευσης στο κέντρο, ενώ το αθηναϊκό μωσαϊκό αναπόφευκτα
αρχίζει να αποκτά και εστίες παραβατικότητας και κοινωνικής έντασης. Ο βαθμός
ισορροπίας αυτής της νέας δυναμικής θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τον τρόπο
λειτουργίας των νέων προνομιακών περιοχών και το κατά πόσον θα ενσωματώσουν ή
θα αποκλείσουν περισσότερες κοινωνικές ομάδες.
Η
πρόκληση που βρίσκεται σε εξέλιξη στα νότια προάστια επηρεάζει γενικότερα την
αρχιτεκτονική παραγωγή. Σήμερα η ελληνική αρχιτεκτονική είναι απολύτως
εναρμονισμένη με τις διεθνείς τάσεις και στην Αθήνα ήδη δουλεύουν πολλοί
αξιόλογοι διεθνείς αρχιτέκτονες. Παρ’ όλες όμως τις θετικές εξελίξεις, τις
ευκαιρίες που δίδονται και τους γενναιόδωρους συχνά προϋπολογισμούς, η
αρχιτεκτονική που υλοποιείται στην Ελλάδα δεν φτάνει σε πραγματικά υψηλό
επίπεδο. Πολύ σπάνια, για παράδειγμα, κάποιο ελληνικό έργο διακρίνεται στα
ευρωπαϊκά βραβεία αρχιτεκτονικής Mies van der Rohe. Αυτό δεν είναι πρόβλημα
ταλέντου ούτε και ταυτότητας, αλλά ζήτημα θεσμικής στήριξης και φιλοδοξίας.
Μοιάζει να μην παρέχεται επαρκής εμπιστοσύνη στους αρχιτέκτονες –Ελληνες και ξένους, έμπειρους και νέους, μικρά σχήματα ή μεγάλα γραφεία– και να απουσιάζει ένα πλαίσιο το οποίο να ενθαρρύνει την έρευνα και τον πειραματισμό.
Μόνο όμως
υπό αυτές τις προϋποθέσεις το Ελληνικό και κάθε μελλοντικό έργο θα μπορέσουν να
αφήσουν πίσω τους κάτι παραπάνω από ένα φανταχτερό αποτύπωμα: μια πραγματική
αρχιτεκτονική υπεραξία για την πόλη.
MINI CV
O Πάνος
Δραγώνας σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Δίπλωμα
αρχιτέκτονα μηχανικού, 1992) και το Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη (MS
AAD, 1993) ως υπότροφος Fulbright. Από το 2000 διδάσκει στο ΤΑΜΠΠ μαθήματα
αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού και το μάθημα επιλογής «Κινηματογράφος,
αρχιτεκτονική και πόλη».
Το 2020
δημιούργησε το αρχιτεκτονικό studio dragonas architecture στην Αθήνα. Το
σχεδιαστικό έργο του έχει διακριθεί σε 10 αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και έχει
δημοσιευθεί σε διεθνή περιοδικά, όπως τα L’architecture d’aujourd’hui, Archi,
Bauwelt, Blueprint.
Έχει
επιμεληθεί ειδικά αφιερώματα κι έχει δημοσιεύσει εκτεταμένα σε θέματα σύγχρονης
ελληνικής αρχιτεκτονικής, δημοσίου χώρου και της προβληματικής της σύγχρονης
πόλης σε διεθνή αρχιτεκτονικά περιοδικά όπως τα AA Files, Archithese, Domes,
MASContext, Monu, Stavba. Από το 2001 έως το 2013 ήταν σύμβουλος έκδοσης των
ετήσιων επιθεωρήσεων Αρχιτεκτονικά Θέματα και Θέματα Χώρου + Τεχνών. Το 2012
ήταν εθνικός επίτροπος και συνεπιμελητής της έκθεσης “Made in Athens” που
εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 13η διεθνή έκθεση αρχιτεκτονικής -la biennale di
Venezia (2012). To 2017 συνεπιμελήθηκε την έκθεση “Tomorrows: Urban Fictions
for Possible Futures” η οποία παρουσιάστηκε στην Αθήνα και τη Νάντη της Γαλλίας
(2019). Έχει ακόμη επιμεληθεί -ατομικά ή σε συνεργασία- τις εκθέσεις “Adhocracy
[Athens]” (2015), “Rethink Athens” (2013), “14F/21GR. Νέοι αρχιτέκτονες από τη
Γαλλία και την Ελλάδα” (2012) και τη “2η Biennale νέων Ελλήνων αρχιτεκτόνων” (1998),
καθώς επίσης και τον κύκλο δημόσιων συζητήσεων «Rethink Athens – Αστικές
προκλήσεις» για τη σύγχρονη πόλη και τις κοινωνικές συνέπειες των προγραμμάτων
αστικής ανανέωσης στην Αθήνα. Το 2016 ήταν επισκέπτης ερευνητής στο κέντρο
ελληνικών σπουδών Stanley J. Seeger ’52 του Πανεπιστημίου Princeton.
Το ερευνητικό και σχεδιαστικό έργο του επικεντρώνεται στους μετασχηματισμούς των ελληνικών πόλεων κατά τη διάρκεια της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και στις σχέσεις μεταξύ κινηματογράφου, αρχιτεκτονικής και μοντέρνας πόλης. Αυτή την περίοδο βρίσκονται σε εξέλιξη δύο έρευνες του. Η πρώτη αφορά τη διάδοση των μοντέρνων προτύπων διαβίωσης στην Αθήνα μέσα από την αντιπαροχή και τον κινηματογράφο, και η δεύτερη την επαναξιολόγηση της «Ηλεκτρονικής πολεοδομίας» του Τάκη Χ. Ζενέτου σύμφωνα με τις τρέχουσες κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις.
archisearch.gr
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
0 Σχόλια